Έχετε και εσείς κάποιο πρόσωπο στη ζωή σας που συνεχώς σας φέρνει δάκρυα στα μάτια με τα λόγια του, αντί να σας εμψυχώνει;
Οι λέξεις μπορεί πολλές φορές να προκαλέσουν μεγάλο πόνο. Ίσως και μεγαλύτερο από την σωματική βία.
Πολλές φορές πίσω από τις λέξεις κρύβονται πολλά περισσότερα από όσα αντιλαμβανόμαστε. Η ιστορία αυτής της γυναίκας, σχετικά με τον πατέρα της που μεγαλώνοντας γίνεται δύστροπος, μπορεί να χτυπήσει και τη δική σας ευαίσθητη χορδή.
««Τι κάνεις; Καλά, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σωστά; Πρόσεχε! Παραλίγο να τρακάρεις με το αυτοκίνητο μπροστά σου.»
Ο πατέρας μου δεν μπορούσε με τίποτα να σταματήσει να μου φωνάζει και να με επιπλήττει. Τα λόγια του ήταν χειρότερα και από χαστούκι. Γύρισα το κεφάλι προς τον ηλικιωμένο άνδρα στο κάθισμα δίπλα μου, παλεύοντας μέσα μου για το εάν θα έπρεπε να του απαντήσω. Ένας κόμπος έπνιξε το λαιμό μου καθώς προσπαθούσα να αποφύγω την επικριτική ματιά του. Τελικά, δεν ήμουν προετοιμασμένη για μια ακόμη μάχη.
«Το είδα το αυτοκίνητο μπαμπά. Σε παρακαλώ σταμάτα να μου φωνάζεις την ώρα που οδηγώ».
Η φωνή μου ήταν χαμηλή και σταθερή. Ακούστηκε πολύ πιο ήρεμη από ό, τι αισθανόμουν πραγματικά μέσα μου.
Ο πατέρας μου γύρισε και με αγριοκοίταξε. Μόλις φτάσαμε στο σπίτι, τον άφησα στην μπροστινή βεράντα και μπήκα μέσα για να ανασυγκροτήσω τις σκέψεις μου και να προσπαθήσω να ηρεμήσω.
Τι θα μπορούσα να κάνω γι “αυτόν; Ο πατέρας μου ήταν όλη του τη ζωή ξυλοκόπος. Απολάμβανε την ύπαιθρο και πάντοτε πάλευε με τις δυνάμεις της φύσης. Έπαιρνε μέρος σε εξαντλητικούς διαγωνισμούς για ξυλοκόπους, και δεν ήταν λίγες οι φορές που κατάφερνε να γυρίσει στο σπίτι με κάποιο βραβείο. Τα ράφια στο σπίτι του ήταν γεμάτα με τρόπαια που μαρτυρούσαν τη δύναμή του.
Τα χρόνια άρχισαν να κυλούν. Την πρώτη φορά που δεν κατάφερε να σηκώσει ένα βαρύ κούτσουρο, αστειεύτηκε με το γεγονός. Αργότερα όμως, την ίδια μέρα, τον είδα έξω μόνο του να παλεύει για να το σηκώσει. Γίνονταν ευερέθιστος κάθε φορά που κάποιος τον πείραζε για την ηλικία του ή για το γεγονός ότι δεν μπορούσε πια να κάνει όσα έκανε ένας νεότερος του άντρας.
Τέσσερις ημέρες μετά τα εξηκοστά έβδομα γενέθλια του υπέστη καρδιακή προσβολή. Ένα ασθενοφόρο τον μετέφερε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, ενώ ένας διασώστης του παρείχε τις πρώτες βοήθειες προσπαθώντας να τον κρατήσει στην ζωή. Όταν έφτασε στο νοσοκομείο, οι γιατροί τον έβαλαν επειγόντως στο χειρουργείο. Ήταν τυχερός. Επέζησε.
Αλλά από εκείνη τη μέρα, κάτι μέσα του είχε πεθάνει. Η όρεξη για τη ζωή τον είχε εγκαταλείψει. Αρνιόταν πεισματικά να ακολουθήσει τις οδηγίες των γιατρών και οποιονδήποτε προσπαθούσε να τον βοηθήσει ή να τον συμβουλέψει, τον αντιμετώπιζε με σαρκασμό και προσβολές. Σιγά σιγά ο αριθμός των ανθρώπων που τον επισκέπτονταν άρχισε να μειώνεται. Πολύ σύντομα κανένας δεν επιθυμούσε πια να τον δει. Ο πατέρας μου είχε απομείνει μόνος του.
Ο σύζυγός μου και εγώ του ζητήσαμε να έρθει να ζήσει μαζί μας, στο μικρό μας σπίτι έξω από την πόλη. Ελπίζαμε ότι ο καθαρός αέρας και η ατμόσφαιρα της εξοχής θα τον βοηθήσουν να προσαρμοστεί, να νιώσει καλύτερα. Μια εβδομάδα μετά την μετακόμιση του, είχα ήδη μετανιώσει που τον είχα καλέσει. Τίποτα δεν υπήρχε που να τον ικανοποιεί. Επέκρινε ό, τι και να έκανα. Τα λόγια του είχαν ως αποτέλεσμα να απογοητευτώ και να γίνω κυκλοθυμική.
Σύντομα άρχισα να ξεσπάω τη συσσωρευμένη μου οργή, πάνω στο σύζυγο μου. Αρχίσαμε να τσακωνόμαστε και να διαφωνούμε για τα πάντα. Ήμουν απελπισμένη και το ίδιο και ο άντρας μου. Παρακαλούσα να γίνει ένα θαύμα και να ηρεμήσει με κάποιο τρόπο το ταραγμένο μυαλό του πατέρα μου. Το θαύμα όμως δεν ερχόταν.
Μια μέρα, μην ξέροντας πια τι άλλο να κάνω, κάθισα κάτω και άρχισα να ψάχνω στο τηλεφωνικό κατάλογο όλες τις κλινικές ψυχικής υγείας. Άρχισα να τηλεφωνώ εξηγώντας το πρόβλημά μου σε κάθε μία από τις συμπαθητικές φωνές που μου απαντούσαν. Μάταια όμως.
Όταν πια είχα χάσει κάθε ελπίδα, μία από τις φωνές στην άλλη άκρη της γραμμής ξαφνικά αναφώνησε: «Μόλις διάβασα κάτι που μπορεί να σας βοηθήσει! Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω το άρθρο».
Άκουγα προσεκτικά καθώς μου διάβαζε. Το άρθρο περιέγραφε μια μελέτη που είχε γίνει σε έναν οίκο ευγηρίας. Όλοι οι ασθενείς ήταν υπό αγωγή για τη χρόνια κατάθλιψη που αντιμετώπιζαν. Ωστόσο, η κατάσταση τους είχε βελτιωθεί δραματικά όταν τους δόθηκε η ευκαιρία να έχουν υπό την ευθύνη τους ένα σκύλο.
Το ίδιο απόγευμα μπήκα στο αυτοκίνητο μου και κατευθύνθηκα προς το πλησιέστερο καταφύγιο ζώων. Αφού συμπλήρωσα ένα ερωτηματολόγιο, ένας υπάλληλος με οδήγησε στο μέρος που βρίσκονταν οι σκύλοι. Υπήρχαν πάρα πολλοί. Άλλοι με μακρύ τρίχωμα άλλοι με σγουρό, μαύρα σκυλιά, σκυλιά με βούλες, μικρόσωμα και μεγαλόσωμα.
Στο πέρασμα μου όλα προσπαθούσαν να πηδήξουν πάνω μου για να με φτάσουν. Παρατηρούσα προσεκτικά το κάθε ένα από αυτά, αλλά όλα έβρισκα ένα λόγο για να τα απορρίψω. Άλλο ήταν πολύ μεγάλο, άλλο ήταν πολύ μικρό και άλλο πολύ μαλλιαρό.
Καθώς πλησίαζα στο τέλος του διαδρόμου, πρόσεξα τη σκιά ενός σκύλου που πάσχιζε να σταθεί στα πόδια του για να με πλησιάσει. Μετά από αρκετή προσπάθεια κατάφερε και έφτασε κοντά μου και αμέσως κάθισε για να ξεκουραστεί.
Ήταν ράτσας pointer, ένας από τους αριστοκράτες στον κόσμο των σκύλων. Όμως τα πολλά του χρόνια, του είχαν χρωματίσει το πρόσωπο και το ρύγχος του με αποχρώσεις του γκρι. Τα οστά των ισχύων προεξείχαν από το υπόλοιπο σώμα του σχηματίζοντας ορθογώνια τρίγωνα.
Αλλά τα μάτια του ήταν αυτά που μου τράβηξαν προσοχή. Ηρεμία και καθαρότητα, πρόδιδε το σταθερό του βλέμμα.
Έδειξα με το δάχτυλο μου τον σκύλο: «Μπορείς να μου πεις γι “αυτόν;»
Ο υπάλληλος με κοίταζε παραξενεμένος. Στη συνέχεια, κούνησε το κεφάλι του με αμηχανία.
«Είναι ένας χιουμορίστας. Εμφανίστηκε από το πουθενά και κάθισε μπροστά στην πύλη. Τον φέραμε εδώ πιστεύοντας ότι θα έρθει κάποιος να τον αναζητήσει. Αυτό ήταν πριν από δύο εβδομάδες αλλά κάνεις δεν ενδιαφέρθηκε. Έχει χρονική διορία μέχρι αύριο.»
Καθώς άρχισα να συνειδητοποιώ τις λέξεις του στράφηκα προς τον άνδρα με φρίκη.
«Εννοείς ότι αύριο θα τον σκοτώσετε;»
«Ναι, κυρία μου», είπε με ήρεμη φωνή. «Αυτή είναι η πολιτική μας. Δεν έχουμε την δυνατότητα να φροντίζουμε κάθε αζήτητο σκυλί.»
Κοίταξα ξανά προς το μέρος του σκύλου. Τα ήρεμα καστανά του μάτια περίμεναν την απόφαση μου. «Θα τον πάρω» είπα.
Πήγα σπίτι με το σκύλο να κάθεται στο μπροστινό κάθισμα δίπλα μου. Όταν έφτασα κόρναρα δύο φορές. Βοηθούσα το νέο μου απόκτημα να βγει από το αυτοκίνητο όταν είδα το πατέρα μου να εμφανίζεται στην μπροστινή βεράντα.
«Για δες τι έχω για σένα, μπαμπά!» Είπα με ενθουσιασμό.
Ο πατέρας μου κοίταξε το σκυλί και ζάρωσε το πρόσωπό του αηδιασμένος.
«Αν ήθελα να αποκτήσω σκύλο θα είχα πάρει μόνος μου έναν. Και θα είχα διαλέξει έναν καλύτερο από αυτό εδώ το σακί με κόκαλα. Κράτησε τον! Εγώ δεν τον θέλω!»
Ο μπαμπάς κούνησε το χέρι του με περιφρόνηση και γύρισε πίσω προς το σπίτι.
Ο θυμός άρχισε να με κυριεύει. Ένοιωθα τους μύες του λαιμού μου να πιέζονται και το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι.
«Καλύτερα να τον συνηθίσεις μπαμπά γιατί ο σκύλος θα μείνει εδώ!»
Ο πατέρας μου απλά με αγνόησε.
«Με άκουσες, μπαμπά;» Ούρλιαζα και δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου.
Σταθήκαμε αγριοκοιτάζοντας ο ένας τον άλλο σαν μονομάχοι στη μέση του δρόμου περιμένοντας ποιος από τους δυο θα τραβήξει πρώτα το όπλο του, όταν ξαφνικά ο σκύλος ελευθερώθηκε από το κράτημα μου. Βάδισε αργά προς τον πατέρα μου και όταν τον πλησίασε, σταμάτησε και κάθισε μπροστά του. Στη συνέχεια, αργά, σήκωσε το πόδι του προς το μέρος του.
Το τι συνέβη στη συνέχεια είναι ότι κοντινότερο σε θαύμα έχω βιώσει ποτέ.
Η κάτω σιαγόνα του μπαμπά μου άρχισε να τρέμει καθώς κοιτούσε το ανυψωμένο πόδι του σκύλου. Η σύγχυση αντικατέστησε το θυμό στα μάτια του. Ο σκύλος κάθονταν εκεί, με σηκωμένο το πόδι, και περίμενε υπομονετικά. Δεν πέρασαν ούτε δυο λεπτά και ο πατέρας μου έπεσε στα γόνατά του και τον αγκάλιασε.
Αυτή ήταν η αρχή μιας όμορφης και δυνατής φιλίας. Ο μπαμπάς ονόμασε το σκύλο Τσεγιέν. Από εκείνη τη στιγμή ήταν συνέχεια μαζί. Πέρασαν πολλές ώρες περπατώντας σε μικρά μονοπάτια και ψαρεύοντας νόστιμες πέστροφες στις όχθες των ρεμάτων. Άρχισαν μάλιστα, να παρακολουθούν τη λειτουργία της Κυριακής μαζί, ο μπαμπάς να κάθεται στο στασίδι και ο Τσεγιέν να κουλουριάζεται ήσυχα στα πόδια του.
Ο μπαμπάς και ο Τσεγιέν ήταν αχώριστοι για τα επόμενα τρία χρόνια. Η πικρία του μπαμπά ξεθώριασε, και μαζί με τον Τσεγιέν έκαναν πολλούς καινούργιους φίλους.
Ώσπου ένα βράδυ, αργά, ένοιωσα την κρύα μουσούδα του Τσεγιέν να προσπαθεί να τρυπώσει μέσα στις κουβέρτες του κρεβατιού μας. Ποτέ πριν δεν είχε ξαναέρθει στην κρεβατοκάμαρά μας τη νύχτα.
Ξύπνησα το σύζυγό μου, φόρεσα μια ρόμπα και έτρεξα προς το δωμάτιο του πατέρα μου. Τον βρήκα ξαπλωμένο στο κρεβάτι του με ανοιχτά τα μάτια. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο. Το πνεύμα του όμως τον είχε αφήσει ήσυχα κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Δύο ημέρες αργότερα, το σοκ και η θλίψη μου μεγάλωσαν όταν ανακάλυψα τον Τσεγιέν να κείτεται νεκρός δίπλα από το κρεβάτι του μπαμπά. Τυλίξαμε το άψυχο σώμα του στο χαλάκι που τόσο πολύ αγαπούσε να κοιμάται και τον θάψαμε κοντά στο μέρος που πήγαιναν για ψάρεμα με τον μπαμπά.
Τον ευχαρίστησα σιωπηλά για τη βοήθεια που μου πρόσφερε ώστε να αποκατασταθεί η ηρεμία στο μυαλό του πατέρα μου.
Το πρωί της κηδείας του μπαμπά ήταν συννεφιασμένο και θλιβερό. Αυτή η μέρα έμοιαζε ακριβώς με τον τρόπο που ένιωθα. Έμεινα έκπληκτη όταν είδα πόσοι άνθρωποι ήρθαν να αποχαιρετήσουν για πάντα τον μπαμπά μου και τον Τσεγιέν. Η νεκρώσιμη λειτουργία ήταν ένας φόρος τιμής και για τους δυο. Τόσο για τον μπαμπά μου όσο και για τον σκύλο που είχε αλλάξει τελείως τη ζωή του αλλά και τη δική μου.
Ξαφνικά όλα άρχισαν να βγάζουν νόημα. Η απροσδόκητη εμφάνιση του Τσεγιέν στο καταφύγιο ζώων, η ήρεμη αποδοχή και η πλήρη αφοσίωση του στον πατέρα μου και ο τόσο κοντινός χρονικά θάνατος και των δυο τους. Ξαφνικά το κατάλαβα. Είχα ζητήσει ένα θαύμα. Και το θαύμα αυτό είχε γίνει.»