Για σειρά προσβλητικών δηλώσεων και τοποθετήσεων εκ μέρους δύο μελών της κυβέρνησης που στρέφονται εναντίον της προέδρου της Βουλής, της άσκησης των αρμοδιοτήτων της, αλλά και εναντίον της λειτουργίας και της αυτονομίας της Βουλής, κάνει λόγο η πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, σε επιστολή της προς τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα.
Με την επιστολή, η οποία εστάλη την 31η Ιουλίου 2015, και για την οποία ενημερώθηκε σήμερα η Διάσκεψη των προέδρων, η κυρία Κωνσταντοπούλου ζητά από τον πρωθυπουργό να την ενημερώσει για τις ημερομηνίες, στις οποίες θα ήταν δυνατή για την κυβέρνηση η πραγματοποίηση της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, σχετικά με την Προκαταρκτική Έκθεση της Επιτροπής Αλήθειας Χρέους (όπως είχε αποφασίσει η Διάσκεψη των προέδρων από τις 25 Ιουνίου 2015).
Στην επιστολή, η πρόεδρος της Βουλής αναφέρει: «Με την ευκαιρία αυτή, θα ήθελα να σας επισημάνω ότι ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Δημήτρης Μάρδας, στο πλαίσιο σειράς προσβλητικών δηλώσεών του, που στρέφονται εναντίον μου ως προέδρου της Βουλής αλλά και, συνολικότερα, εναντίον της λειτουργίας και της αυτονομίας της Βουλής, προέβη και σε δηλώσεις που αφορούν το έργο και το αντικείμενο αυτής της Επιτροπής, δηλώσεις που δεν απηχούν την εκπεφρασμένη άποψη της κυβέρνησης, πλην όμως δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά. Το ίδιο φαινόμενο, των ανοίκειων και πολλαπλώς προσβλητικών τοποθετήσεων εναντίον μου ως προέδρου της Βουλής αλλά και εναντίον της συνταγματικά και εκ του κανονισμού της Βουλής προβλεπόμενης άσκησης των αρμοδιοτήτων μου, παρατηρείται εδώ και μήνες από έτερο αναπληρωτή υπουργό της κυβέρνησής σας, τον κ. Γιάννη Πανούση, η επιθετική επιμονή του οποίου γεννά πολλές απορίες».
Στη συνέχεια, η κα Κωνσταντοπούλου σημειώνει: «Γνωρίζοντας την ευαισθησία σας σε σχέση με ζητήματα σεβασμού της διάκρισης των εξουσιών, αλλά και σεβασμού της προσωπικότητας των θεσμικών λειτουργών, θα σας παρακαλούσα να μεριμνήσετε προσωπικά, ώστε αυτό το ονειδιστικό για την Δημοκρατία φαινόμενο να λάβει ένα τέλος, καθότι πρώτα τα μέλη της κυβέρνησης, με το παράδειγμα τους, με την αυτοσυγκράτηση και την τήρηση των αρχών της πολιτικής και θεσμικής ευπρέπειας, θα πρέπει να δίνουν τον τόνο και να συγκροτούν το θεσμικό υπόδειγμα ώστε αυτές οι αρχές να γίνονται σεβαστές και από την αντιπολίτευση και, συνολικά, να θωρακίζεται ο δημόσιος λόγος από φαινόμενα εκτράχυνσης, εκφυλισμού ή και απροκάλυπτου κανιβαλισμού».