Επιστημονική διαμάχη έχει προκαλέσει μία νέα ισραηλινή έρευνα, σύμφωνα με την οποία τα τεχνητά γλυκαντικά, όπως η σακχαρίνη, η σουκραλόζη και η ασπαρτάμη, που θεωρούνται κατάλληλα για αδυνάτισμα και πιο υγιεινά λόγω έλλειψης θερμίδων, στην πραγματικότητα ενδέχεται να ευνοούν την παχυσαρκία και τον διαβήτη.
Η μελέτη υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει, επειδή οι εν λόγω ουσίες που αντικαθιστούν τη ζάχαρη, μεταβάλλουν τη σύνθεση και τη λειτουργία του μικροβιώματος, δηλαδή του «οικοσυστήματος» των δισεκατομμυρίων μικροοργανισμών, που ζουν στο ανθρώπινο έντερο και παίζουν σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό και στην επεξεργασία των τροφών.
Τα τεχνητά γλυκαντικά, που βρίσκονται συχνά σε σνακ, ποτά και άλλα τρόφιμα, είναι έως 20.000 φορές πιο γλυκά από την κανονική ζάχαρη και δεν έχουν θερμίδες. Η πιθανότητα ότι μπορεί να προκαλούν μεταβολικές διαταραχές, θα αποτελέσει έναν ακόμη πονοκέφαλο για τις βιομηχανίες τροφίμων και ποτών.
Η εταιρεία ερευνών Mintel εκτιμά ότι το 5,5% των νέων προϊόντων που εμφανίστηκαν στη διεθνή αγορά το 2013, περιείχαν τουλάχιστον μία τεχνητή γλυκαντική ουσία, έναντι ποσοστού 3,5% το 2009. Η νέα μελέτη αναμένεται να αυξήσει τη ζήτηση για εναλλακτικές φυσικές γλυκαντικές ουσίες, όπως η στέβια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Εράν Ελινάβ του Τμήματος Ανοσολογίας του ερευνητικού Ινστιτούτου Βάιζμαν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», έκαναν πειράματα με ποντίκια και ανθρώπους, στους οποίους χορήγησαν τεχνητές γλυκαντικές ουσίες.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι, μετά από 11 εβδομάδες, οι εν λόγω ουσίες προκάλεσαν μεταβολικές διαταραχές, κυρίως αλλαγή στην ανεκτικότητα του οργανισμού στη γλυκόζη και συνεπώς αύξηση του σακχάρου στο αίμα, κάτι που συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας, μεταβολικό σύνδρομο και διαβήτη. Την μεγαλύτερη επίπτωση είχε η σακχαρίνη, σε σχέση με την ασπαρτάμη και τη σουκραλόζη.
Όταν όμως τα πειραματόζωα πήραν αντιβιοτικά, που σκότωσαν τα εντερικά μικρόβιά τους, τότε οι αρνητικές επιπτώσεις των τεχνητών γλυκαντικών στον μεταβολισμό των ποντικιών σταμάτησαν, μια ένδειξη ότι οι μικροοργανισμοί βρίσκονται πίσω από τις «παρενέργειες» αυτών των ουσιών. Πειράματα που ακολούθησαν σε 381 ανθρώπους, έδειξαν ότι όσοι είχαν πάρει τα περισσότερα γλυκαντικά, είχαν κατά μέσο όρο μεγαλύτερο βάρος, ενώ αρκετοί είχαν πλέον και μικρότερη ανοχή στη γλυκόζη.
Άλλοι πάντως επιστήμονες εμφανίστηκαν πιο επιφυλακτικοί για την ισραηλινή μελέτη. Η επιδημιολόγος Νίτα Φορούχι του Συμβουλίου Ιατρικών Ερευνών της Βρετανίας δήλωσε ότι η νέα έρευνα «δεν παρέχει επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν μια αλλαγή στην έως τώρα πρακτική από άποψη δημόσιας υγείας».
Ο καθηγητής ιατρικής σερ Στέφεν Ο’Ράχιλι του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ επεσήμανε ότι οι προηγούμενες μελέτες δεν έχουν δείξει μια ανάλογη συσχέτιση μεταξύ τεχνητών γλυκαντικών και διαβήτη. «Αυτή η νέα έρευνα πρέπει να αντιμετωπιστεί με πολύ επιφύλαξη, επειδή αφορά κυρίως ευρήματα σε ποντίκια, ενώ συνοδεύεται από μελέτη σε τόσο μικρό δείγμα ανθρώπων, που είναι δύσκολο να ερμηνευθεί», πρόσθεσε.
Άλλοι επιστήμονες επεσήμαναν ότι κακώς η έρευνα αναφέρεται γενικά σε τεχνητές γλυκαντικές ουσίες, αφού το πρόβλημα φαίνεται να αφορά κυρίως τη σακχαρίνη. Από την πλευρά τους, οι ισραηλινοί επιστήμονες αντέτειναν ότι η έρευνά τους ενισχύει τα ευρήματα άλλων μελετών.
Η Διεθνής Ένωση Γλυκαντικών, σχολιάζοντας τη νέα μελέτη, αρνήθηκε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς της, αντιτείνοντας ότι μέχρι σήμερα όλες οι επιστημονικές μελέτες δεν έχουν βρει κάτι εναντίον τους. Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφάλειας Τροφίμων δήλωσε ότι εν καιρώ θα εξετάσει κατά πόσο τα ευρήματα της νέας έρευνας πρέπει να αξιολογηθούν από επιτροπή ειδικών.
Πηγή: ΑΜΠΕ